- οπωρεύς
- ὀπωρεύς, -έως, ὁ (Α)προσωνυμία τού Διός στην Ακραιφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπωρέων — ὀπώρα the part of the year between the rising of Sirius and of Arcturus fem gen pl (epic ionic) ὀπωρεύς masc gen pl ὀπωρέω̆ν , ὀπωρεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek